- μηλειός
- και μηλιάς, οκοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού βίσκο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μήλειος — of masc nom sg μήλειος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλειος — (I) α, ο (Α μήλειος, ον, θηλ. και εία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή προέρχεται από μηλιά («σπέρμασι μηλείοισι», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. ειος (πρβλ. κάπν ειος, σύκ ειος)]. (II) μήλειος, ον, θηλ. και εία (Α) αυτός που… … Dictionary of Greek
μήλειον — μήλειος of masc acc sg μήλειος of neut nom/voc/acc sg μήλειος of masc/fem acc sg μήλειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλείων — μήλειος of fem gen pl μήλειος of masc/neut gen pl μήλειος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλείοις — μήλειος of masc/neut dat pl μήλειος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλείοισι — μήλειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) μήλειος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλείοισιν — μήλειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) μήλειος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλείου — μήλειος of masc/neut gen sg μήλειος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλείῳ — μήλειος of masc/neut dat sg μήλειος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλεια — μήλειος of neut nom/voc/acc pl μήλειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)